Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριῶν μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτὰ τ᾿ ἀνέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι
Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτὰ νερὰ
με τη γυμνὴ καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ενα γαλανὸ παράθυρο
πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοὴ οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη
Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μια ανοιχτὴ πληγὴ
πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ᾿ το βούρκο πάλι και τ᾿ άγρια σκυλιὰ
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστὸ
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιὸ
κι αν βρω τη γυμνὴ καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου
Όχι όχι τέλειωσε δεν υπάρχει σωτηρία
Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρετη λησμονιὰ
Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κοπηκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους