______ "Ταξιδεύοντας με την ποίηση" _______ (επιλογές από την Λυδία Λάβδα)
15.1.13
Απολείπειν ο θεός Αντώνιον...
photo by Chris Kotsiopoulos-http://www.greeksky.gr/
|
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
Κωνσταντίνος Π.Καβάφης
16.11.11
Όταν ήρθαν...
Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν τσιγγάνος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει."
Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει."
Μπέρτολτ Μπρεχτ
26.10.11
Ο Σωτήρας
Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριῶν μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτὰ τ᾿ ἀνέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι
Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτὰ νερὰ
με τη γυμνὴ καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ενα γαλανὸ παράθυρο
πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοὴ οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη
Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μια ανοιχτὴ πληγὴ
πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ᾿ το βούρκο πάλι και τ᾿ άγρια σκυλιὰ
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστὸ
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιὸ
κι αν βρω τη γυμνὴ καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου
Όχι όχι τέλειωσε δεν υπάρχει σωτηρία
Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρετη λησμονιὰ
Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κοπηκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους
Μίλτος Σαχτούρης
15.10.11
Αντίο
Κάποτε μια νύχτα θ’ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων
για να περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα ‘χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρίτες
απ’ τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τόσους χειμώνες
τόσα τρένα που δε σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώθηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
που είμαι; Γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
Κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά
Απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
Κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε έξω
Όπως απόψε σε τούτο το έρημο τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με
τους νεκρούς μου φίλους.
Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα
δε θα γραφτούν ποτέ…
για να περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα ‘χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρίτες
απ’ τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τόσους χειμώνες
τόσα τρένα που δε σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώθηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
που είμαι; Γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
Κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά
Απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
Κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε έξω
Όπως απόψε σε τούτο το έρημο τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με
τους νεκρούς μου φίλους.
Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα
δε θα γραφτούν ποτέ…
Τάσος Λειβαδίτης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)